χρεολύτης

χρεολύτης
ὁ, ΜΑ
1. (κατά τον Ζωναρ.) ο πληρωτής τών χρεών του
2. μτφ. (για τον Ιησού Χριστό) αυτός που εξάλειψε τις ηθικές οφειλές τών ανθρώπων στον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος + -λύτης (< λύω), πρβλ. σημειο-λύτης, χρησμο-λύτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”